Ο πρόστυχος άνθρωπος, αλλά όχι και ο τσέντο περ τσέντο πρόστυχος, κάτι τις λιγότερο και στο πιο χαϊδευτικό του επιθέτου.

Υπάρχει και η προστυχόφατσα, που καμιά φορά έχει (ή και όχι) την παραπομπή στο επίθετο όταν την μπανίζουμε.

- Και που λες, φόρεσα τον κόκκινο σκατοκόφτη της αδελφής μου και πέταξα τον μπούτσο μου από τα πλάγια... έβλεπα ρε φίλε τον εαυτό μου στον καθρέφτη και γκάβλωνα και ξανά μανά γκάβλωνα αχχχχχ...
- Πάψε ρε παλιό-προστυχάντζα δεν φτάνει που έχεις προστυχόφατσα είσαι και ανωμαλιάρης, ρε πούστη μου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified