Γενικός όρος που αναφέρεται σε σύνολο διαφόρων μουσικών οργάνων που προκαλούν (κατά τον ακροατή) θόρυβο άνευ ουσίας και λόγου. Χρησιμοποιείται επίσης και για να περιγράψει όλα τα μικροαντικείμενα τα οποία βρίσκονται παραπεταμένα και σκορπισμένα δεξιά και αριστερά.

Σαν λέξη προέρχεται από παραφθορά της λέξης κλειδοκύμβαλο, το έγχορδο και κρουστό μουσικό όργανο που απετέλεσε τον προπομπό του πιάνου.

- Φίλε μου την έβαψα! Αύριο ξεκινούν πολιτιστικές εκδηλώσεις στην γειτονιά μου. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
- Τι σημαίνει;
- Ότι θα έχουμε ολονυχτία απ' τα κλαμπατσίμπαλα τους και θα πάμε για δουλειά μετά το πέρας του 3ημέρου σαν τα ζόμπι απ' το ξενύχτι!

- Μαιρούλα! μάζεψε τα κλαμπατσίμπαλα σου παιδί μου στο κουτί τους και έλα να φάμε, για να πας για ύπνο νωρίς! Δεν θα σηκώνεσαι πάλι αύριο το πρωί!

Βλ. και κλαπατσίμπαλο, κλαπατσίμπανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified