Όταν κάποιος δεν βρίσκει μέρος να καθίσει και ρωτάει, συνήθως με παράπονο, «και εγώ πού θα καθίσω;», οφείλει η ομήγυρις να του απαντήσει «στου φούρνου την κατσούλα».

Αγαπημένη έκφραση στις προηγούμενες γενιές, τότε που όλοι ήξεραν το σχήμα του ξυλόφουρνου, όπως διατηρείται βέβαια ακόμη σε διάφορα χωριά, αλλά πια χωρίς να έχουν και πολλές ευκαιρίες οι νέοι να συναντήσουν.

Και για να γίνει πιο κατανοητή η φράση ας εξηγήσουμε πώς έχει το σχήμα του φούρνου.

Είναι, λοιπόν, ένα μικρό θολωτό οίκημα, δεξιά και αριστερά του είναι «τα μάγουλα» και το υψηλότερο μέρος του σφαιρικού τμήματος του φούρνου λέγεται «κατσούλα».

Οπότε, η φράση αυτή είχε καθαρά σημειολογικό χαρακτήρα και παρουσίαζε με σεμνό ύφος αυτό που θα δείχναμε σήμερα με αισχρή χειρονομία.

-Αμάν ρε, όλοι πιάσατε τις καλύτερες θέσεις! Εγώ που θα καθίσω τώρα;
-Στου φούρνου την κατσούλα, και πολύ σού είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.

  1. Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.

  2. Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην ερώτηση «πού», ειδικά όταν αυτή η ερώτηση είναι αποτέλεσμα αφηρημάδας ή απλώς πρόθεσης του έχοντος την απορία να σπάσει τα νεύρα του συνομιλητή του (τέτοιες συζητήσεις λαμβάνουν χώρα κυρίως μέσα στην οικογένεια, με πρωταγωνιστές μικρούς και μεγάλους).

— Μαμά! πού είναι η στολή του σπάιντερμαν;
— Στο δωμάτιο σου, παιδάκι μου! Εκεί που την άφησες χθες! Πήγαινε να την πάρεις μόνος σου!
— Πού;;
— Εκεί που κλάνει η αλεπού! Άιντε, που κάνεις ότι δεν ακούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική απάντηση όταν μετά από μια εκτενή αφήγηση ενός περιστατικού την οποία ο ακροατής ουσιαστικά δεν ακούει και στο τέλος ρωτάει τον αφηγητή «ε, τί;»

- Με πήρε, που λες, τηλέφωνο και δεν έτρεχε μία που με έστησε χθες το βράδυ. Μα τι ηλίθια που είναι, δεν την αντέχω άλλο! Δεν φτάνει που με έστησε, δεν φτάνει που δεν απαντούσε στο κινητό, μου μιλούσε λες και δεν έτρεχε μία. Τέτοιο αναίσθητο άνθρωπο δεν έχω ξαναδει!
- Ε.. τί;
- Τυρί και ψωμί, ρε! Παπάρα, έ, παπάρα, σου μιλάω δέκα ώρες και σου λέω τον πόνο μου και εσύ το μυαλό σου και μια λίρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος που αναφέρεται σε σύνολο διαφόρων μουσικών οργάνων που προκαλούν (κατά τον ακροατή) θόρυβο άνευ ουσίας και λόγου. Χρησιμοποιείται επίσης και για να περιγράψει όλα τα μικροαντικείμενα τα οποία βρίσκονται παραπεταμένα και σκορπισμένα δεξιά και αριστερά.

Σαν λέξη προέρχεται από παραφθορά της λέξης κλειδοκύμβαλο, το έγχορδο και κρουστό μουσικό όργανο που απετέλεσε τον προπομπό του πιάνου.

- Φίλε μου την έβαψα! Αύριο ξεκινούν πολιτιστικές εκδηλώσεις στην γειτονιά μου. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
- Τι σημαίνει;
- Ότι θα έχουμε ολονυχτία απ' τα κλαμπατσίμπαλα τους και θα πάμε για δουλειά μετά το πέρας του 3ημέρου σαν τα ζόμπι απ' το ξενύχτι!

- Μαιρούλα! μάζεψε τα κλαμπατσίμπαλα σου παιδί μου στο κουτί τους και έλα να φάμε, για να πας για ύπνο νωρίς! Δεν θα σηκώνεσαι πάλι αύριο το πρωί!

Βλ. και κλαπατσίμπαλο, κλαπατσίμπανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφόσον το Ουζμπεκιστάν είναι η χώρα των Ουζμπέκων, το Πακιστάν η χώρα του Πακιστανών, το Τουρκμενιστάν η χώρα των Τουρκομάνων, το Αφγανιστάν η χώρα των Αφγανών και πάει λέγοντας, το Φραπεδιστάν να μην είναι η χώρα των φραπέδων, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τουτέστιν η Ελλάδα;

Είναι γνωστό στους περισσότερους ότι ο φραπές, ως τρόπος παρασκευής του στιγμιαίου καφέ, δημιουργήθηκε τον 1957 στην έκθεση της Θεσσαλονικής από έναν ταλαίπωρο υπάλληλο, που έψαχνε απεγνωσμένα να πιει κάτι να δροσισθεί αλλά και να τονωθεί.

Επίσης, είναι ακόμη γνωστότερο ότι ο φραπές είναι το εθνικό ποτό των Ελλήνων και έχει επηρεάσει την νοοτροπία του Ελληνα στις συνήθειες του όσο τίποτα άλλο ποτέ.

Δικαίως λοιπόν τον τελευταίο καιρό μερικοί αποκαλούν την Ελλάδα Φραπεδιστάν (οι τολμηρότεροι την αποκαλούν και Μαλακιστάν, αλλά αυτό ειναι άλλο slang).

- Ρε σύ! Μας πήδηξαν οι εταίροι! Θα μας κόψουν τον 14ο μισθό, μας αυξάνουν τον ΦΠΑ, θα μας ρίξουν και άλλους φόρους... την βάψαμε! Αλλά δεν φταίνε αυτοί. Εμείς φταίμε, έτσι όπως την καταντήσαμε την Ελλαδίτσα μας, αχχ!
- Γιατί ρε; Εμείς φταίμε πάλι; Και πώς την καταντήσαμε δηλαδή; - Φραπεδιστάν, ρε παπάρα, την καταντήσαμε, Φραπεδιστάν! Το μόνο που μας νοιάζει είναι να μην χάσουμε την καθημερινή μας φραπεδιά. Άι σιχτίρ, συγχίσθηκα πάλι!

Φραπαιδάκι (Από την ταινία «Σούπερ Δημήτριος») (από protnet, 29/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ερώτηση ψευτόμαγκα προς αδαείς και μη, με στόχο να αποδείξει την εμπειρία του σε πλείστους τομείς, την καπατσοσύνη του και ότι γενικώς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανείς. Όλα αυτά βέβαια ισχύουν αν όντως πέσει σε φελλό τύπο, γιατί άμα πέσει σε κανέναν πιο έξυπνο, την έβαψε.

Προς κατανόηση του ορισμού, όρα παράδειγμα.

- Άσε μας ρε, που θα μας υποδείξει πώς να συμπεριφερθούμε στην γκόμενα! Άντε τράβα πες μας από πού κλάνει το μπαρμπούνι!
- Δεν κλάνει ρε ούφο, αν έκλανε δεν θα ήταν κόκκινο!!!

(από Vrastaman, 22/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτρεπτική έκφραση που κόβει την φόρα σε όσους πουλάνε εξυπνάδα, μαγκιά και προειδοποιήσεις. Αυτός που ξεστομίζει αυτήν την φράση δείχνει στον άλλο ότι δεν φοβάται και γενικώς δεν μασάει!

- Μαράκι, δεν γουστάρω όταν συναντούμε γνωστούς να σαχλαμαρίζεις μαζί τους τάχα μου ότι κάνεις δημόσιες σχέσεις για το μαγαζί. Θα σου σκάσω καμιά μπούφλα καμιά φορά, να μου το θυμηθείς σου λέω! - Ασε ρε, φτύσ'τα μπούτια σου, που μας φοβερίζεις κιόλας. Εγώ έτσι φέρομαι στους φίλους και άμα σ'αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρες, μάρες, κουκουνάρες, κοινώς όταν η κατάσταση είναι μπαχαλότερη του μπαχάλου, όταν οι ασυναρτησίες πάνε σύννεφο και γενικώς χρησιμοποιούμε την έκφραση όταν θέλουμε να εκφράσουμε τα... ανέκφραστα.

Τον είχα βάλει κάτω και τον ρωτούσα ποιο ήταν το γκομενάκι που τον τσίλιαραν μαζί τις προάλλες και άρχισε να μου λέει, να μου λέει, στο τέλος ούτε ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι μού' λεγε, τσουλουμουτζουκούμ τσιτσιρή η κατάσταση παίδες... το πήρα απόφαση, θα τον στείλω στην μάνα του!

Επίσης δες και σουλουμουτούκουμ τσιτσιρί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε προδικασμένες, σίγουρες αποτυχίες.

Εχω ξεμείνει απο βενζίνη, οι κουφάλες οι τελωνειακοί έχουν απεργία, και θέλω να πάω Θεσσαλονίκη αύριο, πώς θα τα καταφέρω; Το γαμήσαμε και ψόφησε , φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified