Έντονο και οξύ τρίψιμο του τριχωτού της κεφαλής με τους κόμπους (αρθρώσεις) των δακτύλων κατά την διάρκεια κεφαλο-κλειδώματος ή φατούρου.
Συνήθης πράξη «ήπιας» βίας μεταξύ αγοριών στο δημοτικό ή στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου.
Από το τρίψιμο του σαπουνιού για να φύγουν οι βρώμες.
Του τράβηξα ένα κεφαλοκλείδωμα και του ‘κανα κάτι σαπουνάκια που δεν του ‘μεινε τρίχα για τρίχα, του παπάρα.
Έφαγε ένα φατούρο με σαπουνάκια που ήταν όλο δικό του. Ο κωλο-γλύφτης!
- Να σου κάνω ένα σαπουνάκι;
- Όχι ρε μαλάκα, όχι, άσε με…
(του ορμάει)- Έλα τώρα…
- Όχιιιιι… Αααααααααααααα!