Ενισχυτικό απορίας με απώτερο σκοπό την απόδοση έμφασης στην εν λόγω πρόταση. Λέγεται συνήθως σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης, αγανάκτησης, θυμού κλπ.

Για παράδειγμα, όταν περιαυτολογούμε και θέλουμε να προβάλουμε τις ικανότητές μας πάνω σε ένα αντικείμενο, ενώ αυτές αμφισβητούνται (μπρίκια κολλάμε;).

Προφέρεται φωναχτά, με παχύ και ολίγον τραβηγμένο σ (shh), για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων.

- Πω ρε πστ, πάλι κόλλησε το βρωμό-πισο... Kάτσε να φωνάξω τον Τάκη που ξέρει...
- Κι εμείς τι σκατά ρόλο βαράμε εδώ μέσα ρε Τούλα; Τζιτζίκια πεταλώνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified