Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Φράση που τη χρησιμοποιούμε στο τέλος μιας πρότασης (ή νοηματικής παραγράφου), όταν θέλουμε να εκδηλώσουμε την έντονη αμφισβήτηση ή αποδοκιμασία μας σε πράξεις, προθέσεις ή λεγόμενα άλλων.

Συνήθως προηγείται αυτολεξεί επανάληψη της φράσης την οποία αποδοκιμάζουμε.

Πρόκειται για μεταφορά στον ελληνικό προφορικό λόγο της αμερικλανιάς «my ass!»

  1. (από εξομολογήσεις μιας Λάουρας)
    -«Είμαι ελεύθερος», ορκιζόταν πριν τα φτιάξουμε. «Ελεύθερος» ο κώλος μου! Είχε γυναίκα, πεθερά και 4 παιδιά, όλοι στο ίδιο σπίτι.

  2. (σχολιασμός λαθραναγνώστη κρεμασμένων στο περίπτερο εφημερίδων)
    - «Άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων» ο κώλος μου! Ήμουνα νιος και γέρασα διαβάζοντας ότι ανοίγουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified