Από το λατινικό ignoramus, ο αδαής, αυτός που δεν έχει ιδέα, ο άσχετος.

Πάγωσε ο Κώστας, είναι άσχετος με τη συζήτηση... Ιγνοράνος!

Got a better definition? Add it!

Published

Απαντάται σε ομήγυρη που συζητεί. Στέκει ακίνητος/η και αμίλητος/η σαν βαλσαμωμένος/η, με βλακώδες ύφος, παρόμοιο του χάνου ή προσφάτως τουφεκισμένου πουλιού.

  1. Προφανώς ή έχει πλήρη μεσάνυχτα επί οποιουδήποτε θέματος ή αδιαφορεί.
  2. Καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του/της είναι η αδιαφορία.

Από αυτά τα δύο προέρχεται και η λέξη (ignore = αδιαφορώ, άγνοια).

Ιγνοράνος η γκόμενα του Σάκη. Τρεις ώρες μιλάγαμε και στο τέλος που σηκώθηκαν να φύγουν είπε «καληνύχτα». Ε τότε κατάλαβα ότι δεν είναι μουγκή.

Got a better definition? Add it!

Published