λυσσιακά, τα και λυσσακά, τα: Μόνο στη φράση «έφαγε τα λυσσιακά του», κατέβαλε μανιώδεις, παθιασμένες προσπάθειες για κάτι.
Έφαγε τα λυσσακά του να έρθει στην εκδρομή αλλά δεν τα κατάφερε.
λυσσιακά, τα και λυσσακά, τα: Μόνο στη φράση «έφαγε τα λυσσιακά του», κατέβαλε μανιώδεις, παθιασμένες προσπάθειες για κάτι.
Έφαγε τα λυσσακά του να έρθει στην εκδρομή αλλά δεν τα κατάφερε.
Σχετικά: λύσσα, λύσσα κακιά, ελύσσαξες
Got a better definition? Add it!