Κάνω κοπάνα.
- Τι λέει; Θα πας στο μάθημα;
- Μπααα, δεν το κόβω...
- Πες την αλήθεια ρε, πάλι σμπόμπα θα κάνεις;
Κάνω κοπάνα.
- Τι λέει; Θα πας στο μάθημα;
- Μπααα, δεν το κόβω...
- Πες την αλήθεια ρε, πάλι σμπόμπα θα κάνεις;
Got a better definition? Add it!
Κωνικό μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιούνταν για το βράσιμο διάφορων υγρών, κυρίως όμως νερού και γάλατος.
Μεταφορικά σημαίνει τον ανόητο άνθρωπο.
- Μα πού έβαλες τα κλειδιά;
- Κάτω απ' το πατάκι, σου είπα!
- Για να τα βρει όποιος θέλει και να μπει σαν κύριος στο σπίτι; Τι γκιούμι! Καλά τόσο δεν σου κόβει;
Got a better definition? Add it!
λυσσιακά, τα και λυσσακά, τα: Μόνο στη φράση «έφαγε τα λυσσιακά του», κατέβαλε μανιώδεις, παθιασμένες προσπάθειες για κάτι.
Έφαγε τα λυσσακά του να έρθει στην εκδρομή αλλά δεν τα κατάφερε.
Σχετικά: λύσσα, λύσσα κακιά, ελύσσαξες
Got a better definition? Add it!