Ο παίρνων τον πούλο, ο βιαστικός, αυτός που την κάνει.
- Άντε ρε μαλάκα, αργήσαμε!
- Τώρα ρε, βάζω παπούτσια και γινόμαστε πουλακίδες!
Ο παίρνων τον πούλο, ο βιαστικός, αυτός που την κάνει.
- Άντε ρε μαλάκα, αργήσαμε!
- Τώρα ρε, βάζω παπούτσια και γινόμαστε πουλακίδες!
βλ. και Τομπούλογλου
Got a better definition? Add it!