Σε ξέρω πολύ καλά, γνωρίζω τα χούγια σου.

Όπως μια μητέρα ξέρει την ιδιοσυγκρασία, τη ψυχολογία, τα θέλω και τα
γούστα του παιδιού της, έτσι και ο λέγων έχει τη πεποίθηση ότι γνωρίζει σε μεγάλο βαθμό τον εκάστοτε φίλο του.

Λέγεται μεταξύ ανδρών κυρίως.

- Πού 'σαι ρε παλιόφιλε, πού χάθηκες;
- Άστα ρε Γιώργο, μιλάω με μία πρώην τελευταία και δε ξέρω τι να κάνω, να τοποθετήσω, ή να το παίζω κυριλέ!
-Αφού ρε Τάκη σε έχω γεννήσει εσένα, αργά ή γρήγορα θα βάλεις αφού δε κρατιέσαι ποτέ!
-Ναι αλλά μεταξύ μας όμως ε, παίζει μπάλα και ο Αλέξης.
-Χαζός είσαι;

Και σ' έχω γεννήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποφέρω οικονομικά.

Χρησιμοποιείται κυρίως όταν ο εν λόγω άφραγκος, προκειμένου να κάνει καλή εντύπωση στο γυναικείο φύλο, το παίζει αλαραμάνης και κερνάει φαγητό, ποτό, σινεμά στα πρώτα ραντεβού, με την προσδοκία να βάλει κάποια στιγμή.

- Τι λέει ρε, τι θα κάνεις σήμερα;
- Kατά τις 8 έχω ραντεβού με εκείνη τη ξανθιά από το πάρτυ, τη θυμάσαι;
- Ναι καλό τούμπανο ήταν, πρόσεχε που θα τη πας έτσι, αυτή πρέπει να χει μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο.
- Έχω κλείσει τραπέζι ρε στη παραλιακή, θα ανοίξω μια Moet.
- Kατάλαβα, θα ματώσεις πάλι.

(από VAG, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης χρόνων παραμονής στο εξωτερικό των αιώνιων φοιτητών.

Χρησιμοποιείται όταν η ακαδημαϊκή θητεία του εκάστοτε φοιτητή έχει ξεπεράσει κάθε χρονικό όριο, κοινώς όταν έχει χαθεί το μέτρημα.

Είθισται να συνοδεύεται (ο όρος) με αριθμό για να δώσει έμφαση.

(Διάλογος μεταξύ φοιτητών)
- Δε πάει άλλο φιλαράκι, πρέπει να πάρω πτυχίο φέτος.
- Άραξε ρε μεγάλε και να γυρίσεις τι νομίζεις ότι θα κάνεις, δε βλέπεις τι κρίση παίζει στην Ελλάδα; Αλήθεια πόσα χρόνια λείπεις;
- Τι να σου λέω τώρα, έχω δει τρία μουντιάλ στην Ιταλία και πάω για το τέταρτο αν συνεχίσω να τα ξύνω!
- Πλάτανος...

(από danikos, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που παίρνει το όνομα του από το γνωστό ιταλικό ζυμαρικό, προσδίδοντας στη λέξη μια πιο αστεία χροιά.

Αποδίδεται στο γνωστόν φέτα-γυμνασμένο.

- Φετουτσίνι ο Αλέξης μας, φοράει και τα στενά τα καλτσόν του, κατάλαβες!
- Έτσι είναι. Όλη τη χρονιά έλιωνε τα σίδερα όμως και μεις τρώγαμε και πίναμε αβολοντέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερματώνω κατά τη διάρκεια της συνουσίας μέσα στο γυναικείο αιδοίο.

- Τι έγινε ρε γιατί είσαι αγχωμένος; Δεν πήγε καλά με τη Μαρία χθες;
- Καλά πήγε ρε, αλλά δεν φορούσα προφυλακτικό και τά 'δωσα μέσα όλα.
- Μαλακία, πες της να πάρει το χάπι μη γίνεις μπαμπάς από το πουθενά!

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη θέση σου, στην γωνιά σου και ήρεμα.

Όρος απαξιωτικός, που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να προσγειώσουμε κάποιον ο οποίος υπερέβαλε είτε στα λεγόμενά του, είτε σε προκλήσεις, χωρίς να έχει τις αντίστοιχες ικανότητες.

- Χθες έδωσα σεμινάρια στο Νίκο στο μπάσκετ.
-'Ελα ρε, δηλαδή;
- Ε με προκαλούσε δύο μέρες ότι «με έχει» και ότι θα χάσω τη μπάλα και πήγαμε και έχασε 11-0.
- Καλά του κανες, είναι μεγάλος τσαρόφ, έπρεπε κάποιος να τον βάλει στο θρανίο του.

πρβλ. τη ρόκα σου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από τη λαϊκή ρήση: «Αν δε μπαζώσεις δε χτίζεις», αναφερόμενη στην διαδικασία αυτή, όπου ο χτίζων-αρσενικό ρίχνει τα στάνταρτ του στις επιλογές τος απέναντι στο γυναικείο φύλο, δηλαδή βάζει μόνο χείριστης ποιότητας νιαμού.

Η έκφραση αποδίδεται στη προκειμένη περίπτωση όπου, όπως συνεπάγεται μετά το μπάζωμα μιας οικοδομής, ο χτίζων ανεβάζει όροφο, έτσι και ο άντρας-ντόπερμαν βελτιώνει τη ποιότητα του γυναικείου θηράματος.

- Τι θα γίνει ρε Αλέξη μία με τη Μαρία το μπάζο μια με τη Κατερίνα το σλοθ σε βλέπω να παίζεις, δε βαρέθηκες με τα τρίμπαζα πια;
- Το ξέρω ρε, τι να κάνω, αυτές έχω τώρα για ανακύκλωση.
- Ε άντε ρε μαλάκα, τόσα χρόνια και δεν έχεις ανεβάσει όροφο, όλο στα μπάζα μένεις...
- Τώρα σε ένα μήνα ανεβάζω όροφο, κατεβαίνει ένα νιμού από Αγγλία που γνώρισα στο chat..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει τσαλακώσει τόσο πολύ αλκοόλ, που δε τον βαστάνε τα πόδια του.

Βέβαια επειδή η έκφραση αποδίδεται σε βετεράνους που αρρωσταίνουν με νύχτα, οι εν λόγω γονυπετείς συνεχίζουν τον ανήφορο της νύχτας τους μέχρι να πέσουν τελικά σαν τον Απόλλο...

Λέγεται και σκέτο «γόνατα».

  1. - Θα μαζευτούμε σε κάνα σπίτι ρε πριν βγούμε να πιούμε τίποτα;
    - Ναι ρε, μην ανησυχείς, πίνουμε μια κάλα σπίτι μου και μετά σκάμε στα γόνατα ακρωτήρι.
    - Αρρωσταίνεις με νύχτα τελικά!

  2. Περιγράφοντας σ' έναν φίλο το προηγούμενο βράδυ:
    - Πώς περάσατε τελικά χθες;
    - Εγώ δεν ήπια πολύ, αλλά ο Τέο ήπιε το βόσπορο πάλι.
    - Πόσο δηλαδή;
    - Άσ' το ρε, γόνατα σου λέω.

(από notheitis, 11/06/10)

Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκολ, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κόκαλο, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιάρδα, λιώμα, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά, το αντρικό μόριο.

Όρος που ακούγεται στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας και χρησιμοποιείται με ερωτικό υπονοούμενο από τους καπνιστές για να μην καρφωθούν και εκτεθούν από το πρόστυχο μυαλό-στόμα τους.

- Δοκιμάστε αυτό το πούρο κυρία μου, έχει μια ιδιαίτερη γεύση.
- Κύριε Γιώργο με κακομαθαίνετε..
- Δοκιμάστε το κανονικό γιατί μετά σας φύλαξα ένα πούρο με φλέβες για το σπίτι..

(από perkins, 08/06/10)(από perkins, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με διαφορά από την κανονική πίπα που γίνεται αμφάς, μετωπικά δηλαδή με το αντρικό μόριο, η κοτομπέικον συνεπάγεται από το τύλιγμα (πλαγίως) της γλώσσας γύρω από το αντρικό «ζαμπόν», παίρνοντας τη μορφή της γνωστής κοτομπουκιάς (γλώσσα=μπέικον).

Στη συγκεκριμένη φάση είθισται να μην βάζουμε οδοντογλυφίδα...

Έλα ρε μωρό μου, ξεκίνα με ένα κοτομπέικον γιατί μου μύρισε -και μετά θα κάνω ό,τι θες εσύ...

Πίπες γαριδομπέικο (από Vrastaman, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified