Ακούμπα, η, θηλυκό ουδέτερο, είναι η αποταμίευση ή και το ενεχυροδανειστήριο. Σεβεντίλα αργκό φυλακόβιων με προέλευση την λαχαναγορά, που απαθανάτισε ο Ηλίας Πετρόπουλος στον Κουραδοκόφτη.

Με λίγη φλωρατζήδικη (πετροπούλειος όρος) θα μπορούσε να είναι και η τράπεζα σπέρματος, όπου ακουμπάμε την κατάθεσή μας.

ένα απέραντο ενεχυροδανειστήριο (η λέξη της αργκό είναι η. «Ακούμπα») Κάπου μέσα σ' αυτό το υπέροχο Πουτσουντού.

Got a better definition? Add it!

Published