O κόντες του λιμού, o αριστοκράτης της πείνας δηλαδή.

Γενικά σήμερα λέγεται υποτιμητικά για ανθρώπους οι οποίοι χωρίς να έχουνε την απαραίτητη οικονομική επιφάνεια, ντύνονται και συμπεριφέρονται επιδεικτικά λες και είναι κόντηδες.

Κυριολεκτικά η λέξη έστεκε εν τη γεννέση της καθώς λιμοκοντόροι λέγονταν οι αριστοκράτες οι οποίοι έχαναν τις περιουσίες τους και έμεναν μόνο με τα ακριβά τους ρούχα χωρίς να έχουν όμως πια την αντίστοιχη οικονομική κατάσταση.

Καμία σχέση με τον λημμοκοντόρο αν και στον ορισμό ο λημματοδότης εξηγεί και τον ορίτζιναλ λιμοκοντόρο.

Ανάλογα μοντέρνα γουαζάς, πουλμούρ, πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

- Είδες τον Γιάννη τι ωραία που ντύνεται; Υγραίνομαι και μόνο που τον βλέπω!
- Σιγά μαρή τον λιμοκοντόρο. Δεν έχεις δει το zastava που κυκλοφορεί; Άντε να βρεις κανένα άλλο πιο βολεμένο να παντρευτείς και άσε αυτόν τον λούζερ

Got a better definition? Add it!

Published