Κάνει πολύ κρύο, δηλαδή πουτσόκρυο.
— Ρε συ τρέμεις! Κάνει κρύο έξω;
— Άσ' τα, χτύπησε ο κώλος μου παλαμάκια!
Κάνει πολύ κρύο, δηλαδή πουτσόκρυο.
— Ρε συ τρέμεις! Κάνει κρύο έξω;
— Άσ' τα, χτύπησε ο κώλος μου παλαμάκια!
Got a better definition? Add it!