Αυτός που αντί για χέρια έχει μανταλάκια. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για αθλήματα και παιδικές αθλοπαιδιές για τους διάφορους δεντηβρίσκοβιτς, που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους, ιδίως σε μπάσκετ, βόλευ, bitch volley κ.τ.ό.

- Πιάσ' τη μπάλα ρε μανταλάκια! Μανταλάκια έχεις στα χέρια σου ρε παράλjυτε;

Βλ. και παράλjυτος, παρμένο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άγαρμπος, τρομερά αδέξιος άνθρωπος που είναι γραφτό να του πέσει κάποιο αντικείμενο απ' τα χέρια ή να κάνει ζημιά.

Χρησιμοποιείται και σαν επιφώνημα. Δημοφιλές και για τερματοφύλακες...

- Πρόσεχε με αυτό το δίσκο, Λάκη θα σου πεσ....
- Μανταλάκια!

Βλ. και παράλjυτος, μανταλάκιας, παρμένο, άταρο, κουλός, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified