Χαζοχαρούμενος, χάχας, ασόβαρος. Ακόμα και το γέλιο του είναι νευρικό.

Καμία σχέση με τον χιουμορίστα, τον πλακατζή, τον γελαστό και εύθυμο άνθρωπο. Ο χαχαμπούχας είναι ο κατεξοχήν τύπος του μ(π)ουάχαχα - εξού και η λέξη.

- Τι παίζει τελικά με τον Νώντα;
- Τϊποτα, δεν μπορώ τους χαχαμπούχες, δε μπα νά 'ναι γαμώ τους γκόμενους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified