Συνεκδοχικά ονομάζεται έτσι η γκόμενα που φοράει νταγκαντούγκα, κουραδοκόφτη δηλαδή η πορδοκόφτη.

Σημείωση: νταγκαντούγκα λέγεται το τάγκα βρακάκι (ο θεός να το κάνει) διότι όταν φαίνεται η κωλοχαράδρα σε κόρη βαδίζουσα, οι παρατηρητές βλέπουν τα ημικώλια να κουνιούνται διαδοχικά και συστηματικά και εικάζουν με το άρρωστο μυαλό τους ότι παράγεται ήχος όμοιος με αυτόν της χαρμόσυνης ακολουθίας των εκκλησιών.

- Τι κάθεσαι ρε πεθαμένε στο πεζούλι με την περιπτερόμπυρα ανά χείρας;
Τηλεόραση βλέπεις;
- Ξεκόλλα εξυπνάκια μου, περνάνε συνέχεια κάτι νταγκαντούγκες... δεν πετάς τίποτα!

(από perkins, 19/06/10)(από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified