(Γαλλοπρεπής κατάληξη κλπ.)

Εμπόρευμα, συνήθως ρούχο ή παπούτσι, που δεν είναι φιρμάτο. Απλά πάνω δε γράφει τίποτα, είναι αυτό που είναι γιατί έτσι γουστάρει, ούτε νίκε ούτε αντίντασλερ και κέρατα.

Είναι πάμφθηνο και ανεξιχνίαστου προέλευσης (συνήθως σινικής). Πουλιέται μαζικά στα καλάθια (Αιόλου, Αθηνάς, Μοναστηράκι, κλπ). Το προτιμούν τσίπηδες και φτωχοί. Έγκλημα καθοσιώσεως να φοράς αμαρκέ αν οι παρέες σου είναι υψηλού και μεγαλοπιασμένες και θες να φαίνεσαι τρέντι.

Σχετικό με το αμαρκέ είναι το μάρκα μ' έκαψες. Όταν η μάρκα είναι παγκοσμίως άγνωστη και ανύπαρκτη.

- Γιατρός άνθρωπος και φοράει παπούτσι πάνινο αμαρκέ με δέκα ευρώ απ την Αιόλου.
- Ναι, είναι μεγάλος εβραίος δεν το ήξερες ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος "αμαρκέ" χρησιμοποιούνταν παλιά στα εστιατόρια και στα μαγέρικα ως τα κερασμένα από το μαγαζί ποτά ή μεζέδες.

Παλιά στα μαγαζιά οι σερβιτόροι πλήρωναν στο κατάστημα προτού σερβίρουν τον πελάτη την παραγγελία. Την πληρωμή την έκαναν με μάρκες που είχαν ανταλλάξει με κανονικά χρήματα από τον ταμία του καταστήματος. Η πληρωμή από τον σερβιτόρο προς το κατάστημα γινόταν σε χαμηλότερη τιμή (συνήθως κατά 13%). Ο πελάτης πλήρωνε τον λογαριασμό σε τιμές καταλόγου στον σερβιτόρο και στο τέλος της βάρδιας ο σερβιτόρος βρισκόταν με 13% παραπάνω ως αμοιβή για την εργασία του.

Έχω γράψει για όλο αυτό και μια μικρή ιστορία εδώ: http://www.parisk.gr/social/amarke

Όταν το μαγαζί ήθελε να κεράσει μια παρέα φώναζε τον σερβιτόρο που είχε το τραπέζι και του λέγε: «Αμαρκέ! Δώσε αυτά στο «Δύο»

Got a better definition? Add it!

Published