(κρητική διάλεκτος)
Δεν αφήνω κανένα ωζό στο κουράδι κάποιου (σφάζοντας, κλέβοντας ή δηλητηριάζοντάς τα συνήθως).

Τους νόμους της ζωοκλοπής τσ' άγραφους θα εφαρμόσω
κι όποιοι μου σφάξουν ένα ωζό θα τους ξεκουραδώσω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified