(κρητική διάλεκτος)
Είναι αυτός που έχει μεγάλα ή/και πεταχτά αυτιά. Είναι υποτίθεται τόσο μεγάλα που γυαλίζουν με το φως του ήλιου.
Ο Αριστείδης Χαιρέτης είναι από τους γνωστότερους Ανωγειανούς μαντιναδολόγους και έχει το παρατσούκλι Γυαλάφτης.
Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους
Αριστείδης ΧαιρέτηςΘώριε μωρέ εκειά ένα γυαλάφτη... αυτός μπορεί να πιάνει και nova έτσα που είναι σαν δορυφόρος...