Στρατιωτική αργκό/λογοπαίγνιο. Σύνθετο από τις λέξεις βύσμα + ταγματάρχης/συνταγματάρχης κλπ (οποιονδήποτε βαθμό τελειώνει σε -άρχης).

Ο βυσματάρχης είναι υψηλόβαθμος γαλονάς του στρατού που λόγω της θέσης του χρησιμεύει σαν εξαιρετικό καλό βύσμα. Καμιά φορά λέγεται κοροϊδευτικά για οποιονδήποτε γαλονά - στην πράξη όλοι οι γαλονάδες λειτουργούν σαν βύσματα και κάνουν «χάρες» και εξυπηρετήσεις.

  1. - Μάνα πήρα φύλλο πορείας για Καβύλη, γάμα τα...
    - Πω πω παιδί μου τι θα κάνουμε τώρα...
    - Πάρε τηλέφωνο τον βυσματάρχη μας να δούμε τι μπορεί να κάνει.

  2. (υποψήφιος μουρλάκιας έξω από το γραφείο απαλλαγών στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, πραγματικό περιστατικό)
    - Κύριε βυσματάρχη, τι ώρα θα μας δει η επιτροπή; Βαρεθήκαμε να περιμένουμε.
    - ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified