Στην μπασκετική σλανγκ είναι η μπίλια της σφυρίχτρας του διαιτητή ή η ίδια η σφυρίχτρα και κατ' επέκταση η εύνοια της διαιτησίας προς την μια εκ των δυο ομάδων.

Συνεκδοχικά και ο ίδιος ο διαιτητής (βλ. παράδειγμα 2).

Τελευταία λέγεται και από τους «ποδοσφαιρικούς», αλλά σπανιότερα.

  1. Νταξ μωρέ, χάσαμε αλλά οι άλλοι πήρανε και το στραγάλι, αλλιώς δε χάναμε με την καμία.

  2. Αφού βλέπουν ότι ούτε το στραγάλι (που άφησε το μπαμπάκι και έπιασε το κονσερβοκούτι) δεν βάζει στον αγώνα την ομάδα τους που παραπαίει, ... (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στραγάλι.

Ο Ινδός, Πακιστανός, Βεγγαλέζος. Επειδή μιλάνε με ένρινη προφορά σαν να έχουν στραγάλι στο στόμα.

Τρόμαξα να συνεννοηθώ με εκείνο το στραγάλι που έχουν στις πληροφορίες του αεροδρομίου. Τιρ-ριρι ... άει σιχτίρ βγάλε το στραγάλι απ΄το στόμα να καταλάβω τι λές.

συλλογή από ξηρούς καρπούς (από Marco De Sade, 03/09/10)... και λίγο Bolywood δεν βλάπτει  (από Marco De Sade, 03/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified