Μειωτικός χαρακτηρισμός για νέο άντρα ο οποίος επιδίδεται σε σεξουαλικές δραστηριότητες με ηλικιωμένες έναντι αμοιβής. Ο ζιγκολαβιές, αν και πανελλήνιο φαινόμενο, απαντάται κυρίως σε περιοχές των βορείων και νοτίων προαστίων των Αθηνών. Η Μέκκα των ζιγκολαβιέδων είναι όμως το Κολωνάκι.

Συνώνυμα: ζιγκόλι

- Ρε φίλε, πήρε χθες το μάτι μου τον Άκη μέσα σε ένα κάμπριο μ' ένα γριόνι!
- Αφού ρε ο τύπος είναι γνωστός ζιγκολαβιές, τώρα το κατάλαβες;

Ζιγκολαβιές Αμερικάνικης βερσιόν (από GATZMAN, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified