Στις θεσσαλικές εκφράσεις: «καταπίνω γκουστέρες» και «κατεβάζω γκουστέρες».
Πιθανότατα από το γουστέρα.
Καταπίνω γκουστέρες: κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην αντιδράσω σε προσβολές, ψεύδη κλπ, γιατί αν δεν συγκρατηθώ μαύρο φίδι που σ' έφαγε. Όσο καλή όμως και αν είναι η προσπάθεια, η ενόχληση αποτυπώνεται στο πρόσωπο και είναι φανερό σε όλους ότι με μία ακόμη λέξη η έκρηξη θα είναι αναπόφευκτη.
Κατεβάζω γκουστέρες: το ίδιο με το επάνω. Χρησιμοποιείται όμως και προς αποφυγή των κατεβάζω καντήλια-κατεβάζω χριστοπαναγίες κλπ ως λιγότερο βλάσφημο, αλλά πάντοτε σιωπηλό.
- Τι του είπες και καταπίνει γκουστέρες;
- Όχι μόνο την έκανε την μαλακία του πάλι ο προϊστάμενος, αλλά τα έριξε και στον Θανάση και μετά τον έκραξε κιόλας.
- Γι αυτό κατεβάζει γκουστέρες από το πρωί;