Αλλιώς: αναφάνταλος.

Αυτός που ενεργεί με επιπολαιότητα ή βιασύνη, ή πελαγώνει, τα χάνει, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει.

Ετυμολογία: (με κάθε επιφύλαξη) αλαφάνταλος < αλαφιασμένος < αλαφιάζω (ξαφνιάζομαι, ταράζομαι, τρομάζω) < αλάφι < ελάφι.

Δείχνει άσχετο με την ετυμολογία γιατί έχουμε μία εικόνα για τα ελαφάκια σαν τρισχαριτωμένα πλάσματα, λυγερόκορμα, με τα μεγάλα τα ματάκια τους, τα μακριά και καλλίγραμμα ποδαράκια τους.

Όταν όμως ένα ελάφι τρομάξει χάνει όλη του τη χάρη και δείχνει ατσούμπαλο, δεν ξέρει προς τα πού να τρέξει και κάνει αδέξια βήματα ή και πηδήματα μέχρι να βρει τον καλύτερο δρόμο διαφυγής.

Ο xalikoutis στο ΔΠ, το αναφέρει σαν ηπειρώτικο, εγώ το έχω ακούσει από Θεσσαλούς.

Μπήκε μέσα, το αλαφάνταλο, πήρε μία βαλίτσα, πέταξε μέσα ό,τι έβρισκε, πλυμένα - άπλυτα - την σκελέα του παππού, και όταν έφτασε στο αεροδρόμιο ξαναγύρισε γιατί δεν είχε μαζί του το διαβατήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified