Το γούγλε ή γούγλε γούγλε, το Google δηλαδή, στο αρσενικό. Θυμίζει και λίγο γκούφη, οπότε παίρνουμε την εκδίκησή μας σλανγκικώς από την παντογνωσία του γούγλη. Παίζει πολύ στις εκφράσεις που έβαλα στα παραδείγματα, εκφράσεις που δείχνουν κοροϊδία μετά οικειότητος.

Τι να κλάσει ο γούγλης. (από Galadriel, 17/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified