Εκ των λελέ / απολελέ και παλαίουρας > λαίουρας. Είναι, στην στρατιωτική ιδιόλεκτο, ο ακραίος λαίουρας που έχει ήδη ακούσει τα λελεδόνια να τιτιβίζουν. Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα, απολύεται ο παλιός και θα χέζει καθιστός. Ευρύτερα, λέλουρας, είναι ο παλιός που είναι αλλιώς, μα πολύ παλιός όμως, πιο παλιός πεθαίνει.

Πάσα: Knasos.

  1. Κοφεε οφ δε λελουρας (εδώ).

  2. Σιγά μην το παίζω και λέλουρας μωρή (εδώ).

  3. Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα. Λέει ο λέλουρας που καταλαβαίνει πότε πρέπει να καταχωρίσει τι στο slang.gr
    (η κατακαυλείδα του ομώνυμου λήμματος).

(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published