Χρησιμοποιείται αντωνυμικά, είτε ουδέτερα είτε και φορτισμένα (βλέπε και άτομο).

Θηλυκό: τύπισσα και τύπα, ουδέτερο: τυπάκι.

  1. Ό,τι και να λες για τον Βούλη εγώ τον πάω, είν' ωραίος ο τύπος. Μια ζωή με τα καλύτερα καυλιά κυκλοφορεί, και είναι και ξηγημένος.

  2. - Ρε συ, αυτή ρε δεν είναι η πρώην του Σάκη;
    - Αχά.
    - Τι φοράει ρε η τύπα, πάει καλά;
    - Απο τότε που την έστειλε ο άλλος, το παίζει παρταόλα να του τη σπάσει.
    - Στην πράξη;
    - Αρχίδια καπαμά. Βγαίνει μόνο όπου μαθαίνει οτι θά 'ναι ο Σάκης και κατά τ' άλλα έχει βουτηχτεί στην κατάθλιψη.

Βλέπε επίσης τυπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified