Γείωση. Λέγεται από κάποιον που έχει ένα επίπεδο αυθεντίας παραπάνω προς κάποιον μικρότερο σε κύρος, ο οποίος κομπάζει και καυχιέται για ένα κατόρθωμα αμφίβολης θεμιτότητας / νομιμότητας. Ο πιο παλαίουρας με αυτόν τον τρόπο θέτει εν αμφιβόλω και την αλήθεια του αντικειμένου της κομπορρημοσύνης.

Πάσα: John Black.

  1. - ... και που λες η φίλη του Μάριου, η Λάουρα...
    - Ποια; Το σκυλί του πολέμου; Μ' αυτήν φασωνόμουν προχτές...
    - Η μαμά σου το ξέρει;

  2. - Μίκυ1998, η μαμά σου το ξέρει ότι τρολιάζεις στο σλανγκρ;
    (Λαίουρας του σάιτ αποπαίρνει ναϊντίλα χρήστη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified