1. Συνεκδοχικώς, αυτός που έχει καβαλήσει το καλάμι, το ψώνιο.

  2. Το όπλο Καλάσνικοφ, πιθανόν λόγω μακρόστενου σχήματος και λόγω του ότι και τα δύο αρχίζουν από καλα-. Η σλανγκιά αυτή έγινε γνωστή από την υπόθεση απαγωγής του Π. Παναγόπουλου.

  1. - Απ' όταν μπήκε στο κλαμπ με τους επιφανείς Σλάνγκους κι έγραψε γι' αυτόν η Φραπέ, έγινε μεγάλο καλάμι σου λέω...

  2. - Δεν πρέπει με καλάμι -ξέρω τι σου λέω. Αφού έχουμε το άλλο...
    - Εμένα αυτό μου αρέσει. Ρε συ, μην επιμένεις, δεν μπορώ εγώ με τα μικρά.
    - Εγώ με το μικρό, με μόνο μια φορά τον τελείωσα. Πλάκα μου κάνεις;
    (Διάλογος εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified