Έκφραση, η οποία συντάσσεται συνήθως με το ρήμα πετάω (πετάω κάποιον / κάτι σαν - ).

Είναι συνώνυμο του ξεφορτώνομαι, με την έννοια του διώχνω από δίπλα μου κάτι ή κάποιον χωρίς πολλή σκέψη και με συνοπτικές διαδικασίες, είτε γιατί μου είναι αδιάφορο, άχρηστο, ανεπιθύμητο, είτε γιατί επιτέλεσε τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν.

- Έαε, τι γίνεται;
- Τι να γίνεται, σκατά κι απόσκατα. Λήγει η σύμβαση σε λίγες μέρες, έρχεται και ο Καυλικράτης... θα μας πετάξουνε σα τη τρίχα απ' το προζύμι, τη βλέπω τη δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified