Σκωπτικά το μέλος ή οπαδός της ομάδας του Ολυμπιακού, λόγω του κόκκινου χρώματος της ομάδας.

  1. Οι κοκκινοσκουφίτσες: Με τρομοκρατία και στα... χαρτιά! (Εδώ).

  2. 2ος τελικός στο μπάσκετ με τις κοκκινοσκουφίτσες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην στρατιωτική αργκό είναι ο υπηρετών στην Αεροπορία Στρατού λόγω μπορντώ μπερέ, καθώς και ο υπηρετών στην αερομεταφερόμενη ταξιαρχία (κόκκινος μπερές).

Να μην συγχέεται με την πουτανοσκουφίτσα.

Έχοντας σπουδάσει μηχανολόγος πίστευα ότι το μόνο κομμάτι του στρατού που θα με ενδιέφερε ήταν οι «κοκκινοσκουφίτσες»....δηλαδή η Αεροπορία Στρατού....!!Φοράνε κόκκινο μπερέ οι άνθρωποι ρε σεις εξού και το παρατσούκλι.... :-)))))
(Δες)

Quino, "Potentes, prepotentes e impotentes", 1989. (από patsis, 23/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published