Ο όρος χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο της λέξης «άτομο» με τη σημασία του ενδιαφέροντος και μοδάτου τύπου ή τύπισσας.
Ο όρος χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο της λέξης «άτομο» με τη σημασία του ενδιαφέροντος και μοδάτου τύπου ή τύπισσας.
Got a better definition? Add it!
Κάποιος που μας είναι συμπαθής χωρίς να μας τρελαίνει κιόλας... Ελαφρώς υποβιβαστικός χαρακτηρισμός.
- Αυτός που καθόταν πιο πριν εδώ, καλό ατομάκι μου φάνηκε...
Got a better definition? Add it!
Άτομο κομπλεξικό και περίεργο, με την έννοια της παραξενιάς και επιπλέον και χαμηλού I.Q. Επιπλέον άστατος χαρακτήρας που σε εκπλήσσει με τη συμπεριφορά του δυσάρεστα. Συνήθως είναι και μικρόσωμος. Μπορεί να προσδιορίζει άντρα ή σε γυναίκα ανεξαρτήτου ηλικίας.
- Τι ατομάκι περίεργο είναι αυτός, ρε! Άλλα του λέω και άλλα καταλαβαίνει. Κι όλο βλακείες κάνει!
Got a better definition? Add it!