Λέξη που προέρχεται από την ιταλική bottiglia και σημαίνει μπουκάλα. Συνήθως την χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε χοντροκομμένα αντικείμενα ή χοντρά γυναικεία πόδια.

Καλά, η Ειρήνη ενώ είναι τόσο αδύνατη στο επάνω μέρος του σώματός της, έχει κάτι μποτινέλια...

Got a better definition? Add it!

Published

Βλάκας, χαζός, βλήμα, ούφο, βούρλο, απροσάρμοστος.

Τι περίμενες μωρέ απ' αυτή; Χαζή ξανθιά είναι, εντελώς γκα-γκα.

H ποπ σταρ Lady Gaga (από allivegp, 16/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελός, «φευγάτος», αυτός που χαζοφέρνει, αυτός που λέει ασυναρτησίες, αλλά και όποιος από την κούραση δεν βλέπει μπροστά του.

  1. Είσαι εντελώς γκάου, παιδάκι μου;

  2. Τόση δουλειά σήμερα, κι είμαι τόσο γκάου που δεν μπορώ να λειτουργήσω καθόλου.

γκάου άτομα; όχι ευχαριστώ (από xalikoutis, 09/03/09)Και ο πρώτος Γκάου! (από MXΣ, 13/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκας κι αυτός, αλλά χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός της λέξης μαλάκας.

- Καλά ο τύπος, μιλάμε, είναι φευγάτος. Εσένα πώς σου φαίνεται;
- Εγώ ανέκαθεν ήξερα ότι πρόκειται για τριμάλακα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιδοιολειχία στην ερωτική πράξη, το ορίζει η ίδια η λέξη άλλωστε.

Οι γυναίκες ρε συ τη βρίσκουν ατελείωτα με το γλειφομούνι.

Έτσι εφευρέθηκε το μουστάκι. (από Galadriel, 13/02/09)ετς! (από MXΣ, 11/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκας. Χρησιμοποιείται κυρίως για όσους φαίνονται αρχικά λιγότερο μαλάκες απ' ό,τι τελικά αποδεικνύεται ότι είναι.

- Μ' έπρηξε συνέχεια με τα ίδια και τα ίδια. Δεν επικοινωνεί που δεν επικοινωνεί, τι θέλει και ανακατεύεται σε όλα ο μαλακοπίτουρας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο εμπνευσμένο από την επικαιρότητα (βλ. Χρήστος Ζαχόπουλος, 2008). Έτσι αποκαλείται ο κατά βάση ασχημάντρας που χρησιμοποιεί την όποια εξουσία έχει για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις. Συνήθως το ερωτικό κάλεσμα απευθύνεται σε υφιστάμενες υπαλλήλους του.

Μπορεί επίσης έτσι να αποκαλείται και ο ιδιαίτερα ευτραφής ερωτύλος που του αρέσουν οι πίπες αλλά και ο αποτυχημένος αυτόχειρ.

  1. - Ρε τον Ζαχόπουλο, πώς έβγαλε και πιτσιρίκα με τέτοιο χάλι; - Τι να πεις; Μεγάλο αφροδισιακό η εξουσία.

  2. - Καλά, ο κουτός, πήγε να αυτοκτονήσει κι ήταν ληγμένα τα χάπια; Ζαχόπουλος είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καυλοαφιονισμένος, -η, -ο: Αυτός ή αυτή που επιτίθεται σεξουαλικά εξαιτίας μακροχρόνιας στέρησης ή γενικότερης μανίας. Χαρακτηρίζει συνήθως νεαρά άτομα που εκδηλώνουν άμεσα και ξεδιάντροπα και πολλές φορές αδιακρίτως σεξουαλικό ενδιαφέρον από τα πρώτα λεπτά που αντικρύζουν κάποιον.

  1. Καλά τα κοριτσάκια σήμερα έχουν ξεφύγει τελείως. Σ'την πέφτουν με το "καλημέρα". Είναι τα περισσότερα καυλοαφιονισμένα!

  2. Ρε συ ο τύπος είναι ασυγκράτητος. Με έφερε σε δύσκολη θέση. Είχα καιρό να γνωρίσω κάποιον τόσο καυλοαφιονισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο κομπλεξικό και περίεργο, με την έννοια της παραξενιάς και επιπλέον και χαμηλού I.Q. Επιπλέον άστατος χαρακτήρας που σε εκπλήσσει με τη συμπεριφορά του δυσάρεστα. Συνήθως είναι και μικρόσωμος. Μπορεί να προσδιορίζει άντρα ή σε γυναίκα ανεξαρτήτου ηλικίας.

- Τι ατομάκι περίεργο είναι αυτός, ρε! Άλλα του λέω και άλλα καταλαβαίνει. Κι όλο βλακείες κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified