Ο σταλός ή και το σταλό, είναι το χρηματικό αντίτιμο στα τσιγγάνικα.

Συνώνυμα: μπαγιόκο, μπακίρι, μουρμούρια, μπακοτσέτουλα, αργύρης, όβολα, τάλαρα, παράδες.

-Να πέφτει το σταλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified