Χαϊδευτικά η μαχαίρα του λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα. Βρίσκεται στο Μουσείο Εγκληματολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη λεπίδα ο λήσταρχος είχε χαράξει: «Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων,ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου.Μαρτίου 1917» Λένε πως η “παρδάλα” σκότωσε πενηντατέσσερις ανθρώπους. Η λέξη χρησιμοποιείται απειλητικά, κυριολεκτικά ή μεταφορικά ή χάριν αστεϊσμού, προς εκφοβισμό.

-κάτσε φρόνιμα, μη βγάλω την παρδάλα.λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

Από το τουρκικό Çiftlik που σημαίνει αγρόκτημα, δηλαδή μια έκταση γης όπου λειτουργεί επιχείρηση εκμετάλλευσης γεωργικών, κτηνοτροφικών και συναφών καλλιεργειών. Πολύ γνωστό και τραγουδισμένο το Μπαξέ Τσιφλίκι (πλέον Νέοι Επιβάτες), περιοχή 25 χιλιόμετρα μακριά από την Θεσσαλονίκη. Μεταφορικά σημαίνει την πλήρη κυριότητα μεγάλης ακίνητης περιουσίας σε γη, αλλά και την αυθαιρεσία ή την έλλειψη αιτιολογίας σε απόφαση ή ενέργεια.

-τσιφλίκι μου είναι , ότι θέλω κάνω.

-τι το πέρασες εδώ? τσιφλίκι του πατέρα σου?

-ο τύπος είναι τσιφλικάς. Δεν ξέρει τι έχει.

τσιφλίκι

Got a better definition? Add it!

Published

Στην κατάψυξη, του ψυγείου.

-ήφερα τα ψάρια.

-βάλτα γρήγορα ζγκατάψυξ.

Got a better definition? Add it!

Published

Απλά, λαϊκά, βουνίσια, σύντομα, εύθυμα, φουστανελάτα, βουκολικά και σε ψηλή ραχούλα, χωρίς περιστροφές, με άλλα λόγια: Ο συμπέθερος.

Ποιος ήρθε? - Ουζμπέθερους

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λέγεται στην αργκό των ταξιτζήδων η επιλογή στην κρυφή και μυστική ρύθμιση ενός παράνομα πειραγμένου ταξίμετρου όπου αρχίζει και χρεώνει υπέρμετρα το κόμιστρο. Η ρύθμιση επιλέγεται στη ζούλα με πλήκτρο ή επιλογέα από παραβατικούς ταξιτζήδες σε επιβάτες κυρίως τουρίστες, επαρχιώτες, ξένους η άλλους που δεν γνωρίζουν καλά διαδρομές και χρεώσεις, με σκοπό την αποκόμιση παράνομου κέρδους.

σχόλια μεταξύ ταξιτζήδων : του 'βαλε τον χότζα και τον έγδαρε, τον καημένο τον τουρίστα.

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι αποκαλούν συνήθως οι γνωρίζοντες την ποιμενική και ψηστική τέχνη την ηλικιωμένη προβατίνα. Τα πρόβατα ζουν περι 10-14 ετη.

Κοροϊδευτικά χαρακτηρίζουμε τη γυναίκα που θέλουμε να τονίσουμε ότι πέρασε η μπογιά της.

-στο club που θα πάμε, θα βρούμε 'κανα πιπίνι η μόνο μαριές?

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει και κύκλος. Είναι το ντέφι, μουσικό όργανο (στα Περσικά dayereh). Αποτελείται από τσιτωμένη μεμβράνη δέρματος πάνω σε ξύλινο στεφάνι με κύμβαλα (η χωρίς).

"βάρα νταγερέ":το γνωστό τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου με την Χάρις Αλεξίου-Γιώργο Νταλάρα απο το άλμπουμ Βυζαντινός Εσπερινός.νταγιερέ

βάρα νταγερέ νταγερέ

Got a better definition? Add it!

Published

Η λύσσα είναι μια νόσος που οφείλεται σε ιό. Μεταξύ των άλλων συμπτωμάτων της, συνοδεύεται με απώλεια της ψυχικής ισορροπίας και κατά κανόνα καταλήγει στο θάνατο. Μεταφορικά, πρωτίστως η έκφραση χρησιμοποιείται ως δήλωση δυσαρέσκειας για μαγειρεμένο φαγητό που περιέχει πολύ αλάτι. Σε ευρύτερη όμως χρήση και για να επισημάνει ότι κάποιος υπερβάλει η επιμένει σε μια κατάσταση αρχικά αποδεκτή.

Α. ο σύζυγος:-Αμάν ρε γυναίκα, πόσο αλάτι έβαλες πια στο φαγητό!? Λύσσα το 'κανες.

Β. Προς τον φίλο της παρέας που επιμένει να λέει κρύα ανέκδοτα του ιδίου τύπου: -Φτάνει πια ρε φίλε, λύσσα το 'κανες. λύσσα το 'κανες λύσσα το 'κανες

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει κρεββάτι, όμως χρησιμοποιείται και σαν φωλίτσα, στρώμα, κατάλυμα, κόγχη. Από το τούρκικο yatak, που σημαίνει κρεββάτι.

"... απάνω στο γιατάκι σου, φίδι νωθρό κοιμάται.." από το ποίημα "Θεσσαλονίκη" του Νίκου Καββαδία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ή και Αρσακλί. Έτσι λέγονταν από τους Οθωμανούς και λέγεται ακόμα από παλιούς (αλλά και νεότερους) η περιοχή Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Προέρχεται από το τούρκικο ak:λευκό και το sakal:γενειάδα. Ο ak-sakalli λοιπόν είναι αυτός που έχει λευκή γενειάδα, ένας σεβάσμιος γέροντας δηλαδή. Στις χώρες της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου ο Ακσακάλ είναι κάτι σαν τον σοφό ηγέτη της κοινότητας και έχει αρμοδιότητες δικαστή. Υπάρχει και χωριό Ακσακάλ στην Ανατολική Θράκη.

Στη παρέα: -Ρε σεις, δε πάμε κατά το Αρσακλή, να φάμε 'κανα τρίγωνο?

Got a better definition? Add it!

Published