Ο χαρακτηρισμός, πού κυριολεκτικά σημαίνει νεαρή αγελάδα, προσιδιάζει σε γυναίκα σχετικά νέα, ευτραφή, κατά προτίμηση με υπερβολικό μπούστο, χοντροκομμένη , άξεστη, γλωσσού, φωνακλού, αγενή, με κακούς τρόπους, επιθετική.

το πειραχτήρι της παρέας αναφωνεί, ανάμεσα σε πλήθος για ξεκάρφωμα και προς αποφυγήν παρεξήγησης, όπου παρευρίσκεται και η εν λόγω δαμάλα, και ο νοών νοείτω: -ίσα, μωρή δαμάλα!!

Got a better definition? Add it!

Published

ή και "χασάπη κάρβουνο". Η προτροπή-προσταγή απευθύνονταν από αρκετούς θεατές παλαιών κινηματογραφικών αιθουσών προς τον μηχανικό προβολής του σινεμά, όταν σκοτείνιαζε η εικόνα στην οθόνη προβολής, ελλείψει ισχυρού φωτισμού και αποτελούσε κυριολεξία. Η μηχανή προβολής της κινηματογραφικής ταινίας λειτουργούσε με ισχυρό φως που παράγονταν από το ηλεκτρικό τόξο δύο ηλεκτροδίων άνθρακα μαζί με έντονη θερμότητα, που συχνά προκαλούσε εμφανές λιώσιμο και διακοπή της ταινίας και που ο μηχανικός έπρεπε να αποκαταστήσει με ειδικό εξοπλισμό που διέθετε. Προϊούσης της προβολής τα ηλεκτρόδια φθείρονταν και ο μηχανικός έπρεπε να φροντίζει για την σωστή απόσταση τους η την αντικατάστασή τους. Συχνά όμως δεν το αντιλαμβάνονταν και του το υπενθύμιζαν οι θεατές με σκαιό τρόπο. Είναι βέβαιο ότι ελάχιστοι θεατές είχαν γνώση του τρόπου λειτουργίας της μηχανής προβολής, μολονότι χρησιμοποιούσαν την έκφραση. Η προσφώνηση "χασάπη" προήλθε κυρίως από κινηματογράφους β' προβολής, με φθηνότερο εισιτήριο και πιο λαϊκό κοινό, όπου οι celluloid ταινίες ήταν ήδη "ταλαιπωρημένες" από τα πολλά κοψίματα (εξ ου και χασάπης) και κολλήματα λόγω του ήδη μεγάλου αριθμού προβολών, ενώ συχνά απουσίαζαν μεγάλα τμήματα της ταινίας και η ασυνέχεια της σεκάνς ήταν πολύ εμφανής και ενοχλητική.

στο σινεμά οι θεατές όταν σκοτείνιαζε η προβολή: -χασάπη βάλε κάρβουνοοοο!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Η προφανής κυριολεκτική σημασία του είναι οτι χαμηλώνω τη θερμοκρασία ενός ποτού προκειμένου να γίνει δροσερό, ρίπτοντας τεμάχια πάγου εντός του ή συντηρώ ενα τρόφιμο τοποθετώντας το σε επαφή με πάγο ή γενικότερα διατηρώ χαμηλή θερμοκρασία με τη χρήση πάγου.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται με την έννοια :

Κόβω τη φόρα σε κάποιον, κόβω τον τσαμπουκά, αναχαιτίζω, τον ψαρώνω, τον τρομοκρατώ, επιπλήττω με σκοπό τον εκφοβισμό και την αποτροπή.

1.Ο εργοδηγός προς στον προϊστάμενο: -θα σου στείλω στο γραφείο τον καινούργιο, που μας ήρθε πολυ τσαμπουκαλεμένος. Βάλτου λιγο πάγο, να στανιάρει.
2. Μεταξύ δικηγόρων: -ο εισαγγελέας, για αρχή, δεν τον παρέπεμψε, μόνο πάγο του 'βαλε.

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται, σύμφωνα με βικιπαίδεια, απο την περσική λέξη sharbat (شربت) που σημαίνει ποτό με νερό και ζάχαρη.

Υπάρχουνε διάφορες παραλλαγές της λέξης στα αραβικά και τουρκικά με παραπλήσιες η συναφείς ερμηνείες.

Σε μας χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει:

  1. Εμφατικά, κατι το υπερβολικά γλυκό στη γεύση.
  2. Στο πληθυντικό αριθμό μπορει να σημαίνει έντονες και διαχυτικές ερωτοτροπίες.
  3. Σε περίπτωση γρονθοκόπησης, μαζί με το ρήμα παίρνω σημαίνει αιμορραγία.
  1. Θεσσαλονικιός:-αμάν βρε παιδάκι μου, πολυ ζάχαρη μ' έβαλες στον καφέ. Σερμπέτι τον έκανες.
  2. -καθίσανε λοιπόν οι δυο τους στο παγκάκι κι αρχίσανε τα σερμπέτια (τις γλύκες).
  3. -του τραβάει ενα μπουνίδι και τον πήρανε αμέσως τα σερμπέτια.

Got a better definition? Add it!

Published

Περιπεκτικά και ειρωνικά, ο επίδοξος, ο ελπιδοφόρος, ο τάχαμ-δήθεν, ο ντεμέκ, ο "και καλά", ο έτσι κι έτσι, ο υποτιθέμενος, ο μέτριος, ο ατάλαντος και ανεπαρκής με υψηλές προσδοκίες και φιλοδοξίες που αδυνατεί να επιτύχει, η αποτυχημένη και γελοία απομίμηση.

Απο το εγγλέζικο wannabe (want to be=θα 'θελε να 'ναι) που χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία.

Αναφερόμενοι στον νέο ψιλό-ασήμαντο προπονητή.

Ερώτηση:-Ποιος είναι ο κύριος που έρχεται?

Απάντηση:-Α! ο καινούργιος ...γουαναμπής προπονητής.

γουαναμπής Τραβόλτα

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει, οτι βρέχει πολύ, βρέχει ραγδαία, νεροποντή, κατακλυσμιαία βροχή.

Γκιούμι, από το τουρκικό güğüm, είναι η μεταλλική, χάλκινη (μπακιρένια), επικασσιτερωμένη (γανωμένη) η και αλουμινένια καρδάρα η κανάτα, με χερούλι και καπάκι (κατά κανόνα με μεντεσέ), που χρησιμοποιείται για οικιακή χρήση, ως μέσο για μεταφορά, βρασμό, αποθήκευση υγρών, κυρίως νερού η γάλακτος.

Παρόμοιες εκφράσεις: ρίχνει με το τουλούμι, ρίχνει καρεκλοπόδαρα, ανοίξανε οι ουρανοί.

-Καλά που πρόλαβα να μπω. Εξω ρίχνει με το γκιούμι.

γκιούμι (güğüm)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το κιτρικό οξύ η αλλιώς ξινό, που χρησιμοποιείται συνήθως στη μαγειρική και πωλείται σε μορφή κόκκων άλατος. Τουζού (tuzu) στα τούρκικα σημαίνει αλάτι. Ενώ toz σημαίνει σκόνη. Απανταται και με τις δυο εκδοχές.Λιμόντουζου η λεμόντουζου αλλά και σαν λιμόντοζου , λεμόντοζου.

Μαμά στη κόρη:-πετάξου μέχρι τον μπακάλη και αγόρασε μου ένα φακελάκι λεμόντουζου, θέλω να φτιάξω γλυκό.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ο στραγαλατζής, ο πωλητής στραγαλιών η φθηνών λαϊκών ξηρών καρπών γενικότερα όπως σπόρια φιστίκια αλλά και αμύγδαλα, φουντούκια, καρύδια, φιστίκια Αιγίνης κλπ. Κατά κανόνα προσδιορίζει τον πλανόδιο πωλητή. Επάγγελμα του παρελθόντος που τείνει να εκλείψει. Ο λεμπλεμπιτζής είτε κρατούσε καλάθι είτε διέθετε τροχήλατο θερμαινόμενο με κάρβουνα πάγκο-προθήκη για να τα διατηρεί ζεστά, εξ ου και το φουγάρο που προεξείχε και έβγαζε καπνό ερεθίζοντας ευχάριστα την όσφρηση των υποψήφιων πελατών. Σερβίριζε σε αυτοσχέδια χωνάκια που δημιουργούσε επί τόπου από χαρτί. Από το τούρκικο leblebi που σημαίνει στραγάλια, "ελληνιστί" και λεμπλεμπιά.

  1. Τώρα που θα περάσει ο λεμπλεμπιτζής, πες μου να σου αγοράσω μισό ευρώ φιστίκια.
  2. Πολύ μ αρέσουν τα ζεστά λεμπλεμπιά, αλλά χάθηκαν πια οι λεμπλεμπιτζήδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει εντελώς, όλως δι' όλου, τελείως, τελειωτικά, αποτελειωμένα, τερματισμένα. Περιγράφει μια περαιωμένη κατάσταση που δεν επιδέχεται μετατροπή, βελτίωση, εξέλιξη η αλλαγή, κάτι που δεν πάει παρακάτω η πιο πέρα. Προέρχεται από το τούρκικο dip που σημαίνει πάτος, πυθμένας. Το γλυκό "καζάν ντιπί" σημαίνει κατά κυριολεξία: ο πάτος του λέβητα. Χρησιμοποιείται σκέτο αλλά και διπλό, με ενδιάμεσα το "για" η το "κατά", προς έμφαση.

  1. Δεν καταλαβαίνω ντιπ.
  2. Αυτός είναι ντιπ για ντιπ τρελός.
  3. Είναι μαλάκας ντιπ κατά ντιπ.

Got a better definition? Add it!

Published

Η έκφραση, (όταν δεν αναφέρεται σε πασχαλιάτικα αυγά, αυτοκίνητα η κεφάλια), σημαίνει ότι χαλάω τη σχέση μου με κάποιο άτομο, ψυχραίνομαι μαζί του, είμαστε σε διαφωνία, είμαστε τσακωμένοι, δεν μιλιόμαστε, είμαστε ψυχραμένοι, δεν θέλουμε να δούμε ο ένας τον άλλον, γινόμαστε εχθροί, αποξενώνομαι με κάποιον και πάει λέγοντας. Λέγεται και "τα τσουγκρίζω".

-Πηγαίνανε πολύ καλά οι δυο τους, αλλά εδώ κι έναν μήνα τα τζούγκρισαν και δεν μιλιούνται μεταξύ τους.

Got a better definition? Add it!

Published