Η στούκα είναι η πτώση στην αργκό των μοτοσικλετιστών. Συνήθως αναφέρεται σε γρήγορη, θεαματική και επίπονη πτώση με ταχύτητα.

Προέρχεται από τα παλιά γερμανικά βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως στούκας (Stuka= Sturzkampfflugzeug, Junkers Ju 87).

Γνωστή και ως χύμα. Ρήμα: στουκάρω.

Εμφανίζεται τότε ένας εντουράς με ένα καθαρόαιμο πατητός, βλέπει ξαφνικά τη νταλίκα και για να την αποφύγει τρώει μια απίστευτη στούκα σε έναν τοίχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified