Η τρελή. Ακόμα καλύτερα: η τρελαμένη. Συνώνυμα: τρελοκαμπέρω, τρελοκομείο, τρελόμετρο.
Μόνο στο θηλυκό. Κι αυτό επειδή χαρακτηρίζει αποκλειστικά την γυναικεία σάλτα, αυτή την μοναδική ψυχοπάθεια που δεν είναι και για το τρελάδικο, δεν είναι εγκληματική ή παθολογική, είναι αποτέλεσμα κοινωνικών πιέσεων αιώνων σε συνδυασμό με γυναικείους παράγοντες όπως κλιμακτήριος, ατεκνία, αγαμία και τα τοιαύτα. Η τρελόγκα δεν θα σου κάνει (εμφανώς πως) κακό, αλλά θα σε ταλαιπωρήσει αφάνταστα. Είναι γραφική, δηλαδή.
Λέγεται όμως και όταν χαριτολογούμε με κάποια φίλη η οποία μας είναι τόσο συμπαθής που και η μαλακία της ακόμα έχει πλάκα και μας διασκεδάζει (λέμε τώρα).
Έχω μπλέξει στη δουλειά, μου κοτσάρανε μια καινούργια προϊσταμένη, μεγάλη τρελόγκα, δεν βγάζεις άκρη.
Ηρέμησε μωρή τρελόγκα, μας κοιτάνε όλοι!