Γρουσουζεύω. Φέρνω γκαντεμιά, γρουσουζιά.
Με το που μπήκε μες το σπίτι μου με γκαντέμιασε. Όλη η μέρα πήγε στραβά.
Γρουσουζεύω. Φέρνω γκαντεμιά, γρουσουζιά.
Με το που μπήκε μες το σπίτι μου με γκαντέμιασε. Όλη η μέρα πήγε στραβά.
Got a better definition? Add it!