Ειρωνικός χαρακτηρισμός προς άτομα συνήθως εφηβικής ηλικίας που δείχνουν απαράμιλλη αφοσίωση σε συγκεκριμένο συνολάκι ρούχων, τουτέστιν δεν το βγάζουνε ποτέ από πάνω τους και δεν συνδυάζουν ποτέ με άλλα ρούχα. Ως εκ τούτου, δημιουργείται η λαθεμένη εντύπωση ότι απ' τα βαφτίσια και μετά δεν το έχουν αποχωριστεί και ούτε πρόκειται.

-Ε, πέτυχα χθες τον Μάκη Εξάρχεια, 3 χρόνια είχα να τον δω.
-Σε τι κατάσταση, παραμένει ο φασέος μεταλλάς;
-Όπως το 'πες. Μαύρο all star, μαύρο levis jean, μαύρο μπλουζάκι iced earth, μαλλούρα.
-Βαφτιστικό δηλαδή, όπως πάντα.

(από doodoon, 31/07/11)

βλ. και στολή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που αφορά την γυναικεία ένδυση κυρίως, χωρίς να αποκλείεται και η αντρική. Το πολύ κοντό ρούχο για το επάνω μέρος του σώματος. Συνήθως πλεκτό ή σακακοειδές.

Λέγεται έτσι γιατί θυμίζει τα ζακετάκια που φοράνε στα μωρά για την ημέρα του βαφτισιού τους και δίνει την εντύπωση ότι το έχεις από τότε και εξακολουθείς να το φοράς. Παρόλο τον μπαμπαδισμό της όμως (αντίστοιχη κρυάδα με το «μπήκε στο πλύσιμο;» που λεγόταν για τα μίνι όταν πρωτοσκάσαν ή για τα κάπρι ή για τα κοντά μπλουζάκια, ή το άλλο: «απόκριες έχουμε;»), η λέξη τείνει να καθιερωθεί.

Το κοντό λοιπόν πανω-φόρι είναι αξεσουάρ που βαστά πολύ πίσω στον χρόνο. Στα δικά μας, παίζει και σε παραδοσιακές στολές, όπου λεγόταν «μπαμπουκλί», βλ. εδώ.

  1. Καλά, το άτομο ήταν τρελά ντυμένο: βαφτιστικό σακάκι, κάλτσα μακώ με στάμπα, κολάν με σχέδιο, σταράκια, τελείως φεύγα σου λέω!

  2. Κι έσκασε μύτη στη συνεδρίαση σα λολίτα. Πού πα ρε βλαμένη με το βαφτιστικό... Πουτάνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified