Το συντηρητικό άτομο. Η κατάληξη -ίκλα προσδίδει επιπλέον κακομοιριά στον χαρακτηρισμό.

Ο συντηρίκλας, η συντηρίκλα. Το τελευταίο λέγεται και για άντρα όμως.

  1. ...πίσω από όλα αυτά τα μασκαραλίκια της ξεβράκωτης ξεσαλωμένης, που φουμάρει, βρίζει και γενικώς σοκάρει, ότι από κάτω κρύβεται μία συντηρίκλα του κερατά που αν ζήσει τον έρωτά της νοιώθει πόρνη αστεφάνωτη...
    (από το νέτι)

  2. Μεγάλη συντηρίκλα ο Μανόλης, δεν το είχα καταλάβει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified