Έτσι μεταφέρεται στα ελληνικά το ουίσκι Johnnie Walker, κατά ακριβή μετάφραση με μια κώφωση (ο αντί ε) στην πρώτη συλλαβή του περπατάει, όπως συνηθίζεται σε περιφερειακά ιδιώματα, λ.χ. στα βλάχικα, αλλά και σε μάγκικα ιδιώματα. Πρόκειται για ατάκα που καθιερώθηκε από την ταινία Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη (1968) του Ντίνου Δημόπουλου. Την λέει ο μαγκευόμενος Αθηνόδωρος Προύσαλης, όπως και την έκφραση τσιριμπίμ τσιριμπόμ.

Βλ. και καραουισκάκι (στο οποίο έχει παραλείψει αδικαιολόγητα να αναφερθεί το πρόσφατο ντοκιμαντέρ για την επανάσταση του '21).

Πάσα: Γκάτσμαν.

  1. Από την ταινία «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη»:

ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Ε, καλά, ψέματα λέμε; Με το που μπουκάρησε μου λέει: «Γουστάρω τραπέζι κεντρικό». Κι έπειτα λέει: «Τσάκω ένα μπουκάλι ουίσκυ!». «Τι μάρκα;» Της κάνω. «Το Γιάννη που πορπατάει!» μου λεει.
ΤΖΩΝ: Johnie Walker!
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Εγώ δεν ήρθα εδώ για φροντιστήριο! Ήρθα να πλερωθώ!
ΤΟΥΛΑ: Λοιπόν;
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Λοιπον, «Δεν έχεις κανένα αλμυρό ρε μισόμαγκα;» μου κάνει. Ωραίες κουβέντες!
ΤΟΥΛΑ: Μαμά ζαλίζομαι. Θα πέσω!
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Που ´σαι; Δε με ξοφλάς και να πέσεις μετά; (Δες).

  1. Τώρα ανακάλυψα ότι πρέπει να λιποθύμησα από μπομπαρισμένο «Γιάννη που πορπατάει»... (Δες).

πορπατάει, και πίπες κάνjει... (από MXΣ, 21/03/12)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified