Ο μπεκρούλιακας, η μπέκρα, όχι απλώς αυτός που πίνει ξίδια φού και φού, αλλά ο αλκοολικός με τη στάμπα, που πίνει, ό,τι.

  1. Αυτός είναι ξιδάκιας ρε, έρχεται σε οργασμό και με οξυζενέ.

  2. Eνας άλλος που θ'ασχολιότανε τώρα, θα έπρεπε να γράψει και για τη συμπεριφορά όσων πίνουν με βάση τα ποτά. Aλλιώς είναι ο ουισκάκιας, αλλιώς ο ξιδάκιας, αλλιώς αυτός που πίνει ούζα.

  3. Ωραίος τύπος! Μοναδικός στη φάση του, ξιδάκιας τρελός φίλε. Μπράβο του.

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified