Ουσ. (ουδ). Αναφέρεται στη γυναίκα που έχει τη δυνατότητα επιτόπιων στροφών όταν βρίσκεται επί του αντρικού μορίου, με χαρακτηριστική άνεση. Χορεύτριες, γυμνάστριες της ενόργανης και γενικά κοντόλιγνες γυναίκες μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν με αυτό τον όρο.

  1. Με θετική έννοια:
    Είδες την πρίμα μπαλαρίνα χτες το βράδυ στη λυρική;;; Τι στριφώνι ήταν αυτό;

  2. Με αρνητική έννοια:
    - Τι γυναικάρα είναι αυτή ρε ; Ψηλή, νταρντάνα, άλογο κούρσας. - Ναι ρε φίλε... Αλλά εμένα η γυναίκα μού αρέσει να είναι στριφώνι.

ΣΤΡΙΦΟΝΙ ΓΑΛΒ. ΚΙΝΑΣ No 10Χ50 (από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified