Η υπερβολική κούραση μετά από μέθη με ντόπιο (σπιτικό) κρασί.

Συνήθως τη λέμε τονίζοντας την τελευταία συλλαβή (τσουμπαλααααά). Επίσης πολύ νόστιμο είναι το περιβόητο «σουφλέ με γεύση τσουμπαλά», το οποίο προετοιμάζεται όπως ένα κανονικό σουφλέ, προσθέτοντας όμως στο τέλος δυο τρεις σταγόνες ντόπιου κρασιού τσουμπαλά.

Σε περιπτώσεις οινοποσίας που πραγματοποιούνται σε Latin πάρτυ, η λέξη αλλάζει σε τσουμπαλέιρο.

- Πώς πάει Μήτσο; Είσαι καλά; Φαίνεσαι ξενυχτισμένος.
- Άσ΄τα. Τσουμπαλαααά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified