Υποτιμητικός όρος για τη σχέση, κυρίως όταν εμείς είμαστε υπεράνω αυτής (παρ. 1).
Ανάλαφρη και παροδική σχέση, χωρίς ορίζοντες, μια σχέση που είναι (κυριολεκτικά) για το μπούτσο. Αντίθετο, δηλαδή, της «σχεσάρας» που είναι για μια ζωή ή τεσπα είναι μια βαρβάτη σχέση με απαιτήσεις και μέλλον κλπ (παράδειγμα 2 α και β).
Σχέση μεταξύ 2 ετέρων ημίσεων που δεν αποτελούν κανονικό ζευγάρι, ούτε θα γινόταν ποτέ -εκ των πραγμάτων- κάτι τέτοιο. Επί πλέον δεν υπονοείται στη σχέση αυτή απολύτως τίποτε το κρυφό ή ανώμαλο, πλην αλλ' όμως υπάρχει μεταξύ τους τέτοιο πάρε-δώσε (συμπάθεια, διεκδίκηση, εξάρτηση, διάλογος (μτφ. ή κυρ.), συμπεριφορά, ζηλίτσες, κλπ) που θυμίζει σχέση ενός ζευγαριού (παρ. 3 α και β).
Ακόμα πιο υποτιμητικά, ο σχεσάκιας (κατά το ψυχάκιας / ψυχάκι).
- παντως μαγκα να ξερεις οτι αν το ξεπαρθενιασεις το πιτσιρικι μετα θα κολησει μαζι σου και θα θελει σχεσακι...οποτε προσεχε...
2.α. με κοπελες (σχεσακια και μετα απο καιρο) προτιμω χωρις προφυλακτικο γιατι ειμαι πιο ασφαλης
2.β. Όντως έτσι συνέβαινε παλιότερα ( προξενοδουλειά ) και τώρα παίζει περισσότερο το επιφανειακό καλοπερασίδικο σχεσάκι , που απ'όξω αφήνουμε να φαίνεται ως η σχεσάρα του αίωνος !
3.α. Τ' είπες τώρα! Καλά, είπαμε να τα βρίσκει κανείς με τα πεθερικά, αλλά εδώ εσείς έχετε σχεσάκι!
3.β. - Πώς τα πας με τον σκύλο του Κώστα;
- Ού, τέλεια, σχεσάκι! Πιο καλά τα πάει με μένα παρά με το αφεντικό του.
- Πολύ σχεσάκι το άτομο, μακριά!