1. Ο προς αφόδευσης αρωγήν αποσκοπών καφές (π.χ. σκέτος αχτύπητος φραπές).

  2. Ο κακής ποιότητας καφές.

  3. Η γνωστή ομόηχη εφημερίς, η οποία θεωρείται κατάλληλη για ανάγνωση στο αποχωρητήριο.

  1. Έτσι όπως έχω στουμπώσει, μόνο ένας χεσπρέσσο θα με σώσει.

  2. Χέσπρεσσο τον έκανες, να χέσω τον Γκλούνευ μου μέσα!

  3. Η γιαγιά μαζί με τους Financial Times πήρε και την χεσπρέσσο και χάθηκε στο βάθος της αυλής.

Δουλεύει στη μονάδα παραγωγής της Χεσπρέσο Πάππας (από GATZMAN, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified