θηριοδαμαστής, ο (ουσ.) Δεν υπάρχει θηλυκό γένος. (< θηρίον + δαμάζω)

Ο θηριοδαμαστής είναι ένα πολύ σπάνιο υβρίδιο μεταξύ σαβουρογάμη και βαρβάτου, που όχι απλά του αρέσουνε οι χοντρές, αλλά που μπορεί να βγάλει νοκ άουτ ακόμα και ένα θωρηκτό Ποτέμκιν.

Ρε μαλάκα, με αυτόν τον τόφαλο, τη Ρούλα, τα είχες; Τι θηριοδαμαστής που είσαι, ρε μεγάλε!

(από Nakas, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified