Σύντμηση του αμερικάνικος. Ή η νεολαία όπως πάντα βαριέται, και κόβει τις λέξεις, ή μπήκαμε στο κάνικο τριπάκι, όπου όλα απλοποιούνται, χάριν βιασύνης.

Όποια και να ήταν η ανάγκη δημιουργίας αυτού του λογοπαίγνιου, η αλήθεια είναι ότι έχει γούστο (κάτι σαν την δυσλεκτική Μπήλιω ένα πράμα).

(προχθές σε διπλανό τραπέζι)
- Ρε, έχω ένα κρύωμα, γάμησέ τα...
- Α, φίλο, θα σε φτιάξω. Έχει η μάνα μου κάτι ασπιρίνες κάνικες, που σε κάνουν περδίκι. Πάρε δυο τρεις και θα γίνεις περδίκι.
- Άσε με ρε εσύ, με τις κάνικες μαλακίες σου...

βλ. παρομοίως και κονάτο, τσόκρυο, σβάκι κά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified