Η ικανή να ξυπνήσει τις ορμές ενός άνδρα, με επίπεδο και φινέτσα.
Τι λες κι εσύ ρε Βασίλη, πολύ γαμησάμπλ η Πόπη, έτσι;
Η ικανή να ξυπνήσει τις ορμές ενός άνδρα, με επίπεδο και φινέτσα.
Τι λες κι εσύ ρε Βασίλη, πολύ γαμησάμπλ η Πόπη, έτσι;
Βλ. και κρεβατάμπλ, αξιαγάμητος/-η, γαμήσιμος, ευγάμητος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified